Κλαπατσίγκανα:

Μουσικά όργανα σε πανηγύρι. Μεταφορικά για κάποιον πού κάνει θόρυβο με κάτι που θυμίζει μουσικό όργανο, ή ακούει δυνατά μουσική.

Μας πήρες τ’αυτιά μ’ αυτά τα κλαπατσίγκανα.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

error: Content is protected !!